17.7.07

Η Κούλα και το άρλεκιν

Η Κούλα τελείωσε το άρλεκίν της και το άφησε νωχελικά στο τραπεζάκι της μικρής της βεράντας. Το φερ φορζέ τραπέζι έτριξε παραπονεμένο καθώς ήδη σήκωνε άλλα τρία παρόμοια βιβλία τα οποία η κυρία Κούλα είχε κατεβάσει μονοκοπανιά το εν λόγω απόγευμα. Καλοκαίρι βλέπεις, ζέστη, δε θα το ρίξει και στη βαριά φιλοσοφία: α, όλα κι όλα, η κυρία Κούλα ήξερε να κάνει πράξη την παροιμία "κάθε πράμα στον καιρό του κλπ κλπ".

Καθώς το βλέμμα της πέρασε διαδοχικά απο το μπαλκόνι των απέναντι, στο καθρεφτάκι της (σύμφωνα με το οποίο ένας καθαρισμός προσώπου έπρεπε να καταχωρηθεί στις άμεσες προτεραιότητές της) και κατέληξε στο βιβλίο που είχε μόλις αφήσει, χαμογέλασε. Σε μια έκλαμψη μνήμης της ήρθε στο νου μια σκηνή απο ενα σήριαλ που είχε δει πριν μερικά χρόνια, όπου ο Σάκης Μπουλάς - Σάββας ήθελε να δει στην τηλεόραση αντί για ποδόσφαιρο μια 'πάρα πολύ ωραία ταινία που μιλάει για μια μητέρα που είχε χάσει το παιδί της'. Τη σειρά αυτή της την είχαν προτείνει οι φίλες της, ήταν λέει πολύ καλή - εκείνη δεν είχε ιδέα απο αυτά τα καινούργια, 'έξυπνα' σήριαλ, αυτό που ήξερε, χρόνια τώρα, ήταν η Λάμψη, άντε και το Καλημέρα Ζωή, όταν ήθελε λίγο περισσότερο δράση.

'Ετσι σαν το Σάββα λοιπόν κι αυτή, είχε συγκινηθεί πολύ με το δράμα της ηρωίδας του βιβλίου που μόλις διάβασε. Η Τζέζαμπελ, έτσι την έλεγαν, ήταν μια ταλαιπωρημένη, χωρίς σταθερή δουλειά, ανύπαντρη μητέρα, που μεγαλώνει με κόπους και βάσανα το μοναχογιό της και παράλληλα ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τον πατέρα του παιδιού της. Τελικά τον βρίσκει αλλά αυτός έχει κάνει αλλαγή φύλου. Παρόλα αυτά, αυτός (αυτή, πλέον) δέχεται να γνωρίσει το γιό, προς μεγάλη ανακούφιση της Τζέζαμπελ. Πάνω όμως στη χαρά, τους έρχεται η χαριστική βολή: η Τζέσικα (έτσι έλεγαν πλέον τον Ντέιβιντ, τον άντρα της Τζέζαμπελ) πάσχει απο μια ανίατη ασθένεια. Σα να μην έφτανε αυτό, ο Σαμ, ο γιος του ζευγαριού, ερωτεύεται τη Τζέσικα, για την οποία δε γνωρίζει οτι είναι ο πατέρας του, μιας και η μητέρα του του το είχε αποκρύψει και τον (την) είχε παρουσιάσει ως φίλη της. Το τέλος του βιβλίου φτάνει λυτρωτικό για όλους τους ήρωες καθώς η Τζέζαμπελ σε μια κρίση σχιζοφρένειας αρπάζει τη κυνηγετική καραμπίνα του πρών-Ντέιβιντ και τους στέλνει όλους στα θυμαράκια.

Σε μια ακόμα στιγμή έκλαμψης, (δεύτερη για το συγκεκριμένο απόγευμα, να θυμηθεί να ρωτήσει τον ψυχίατρό της άμα είναι φυσιολογικό αυτό) η Κούλα συνειδητοποιεί κάτι: παρόμοιες καταστάσεις με την Τζέζαμπελ έβλεπε και στην πραγματικότητα, δίπλα της. Να, για παράδειγμα, η κουνιάδα της είχε μόλις εγχειριστεί απο καρκίνο. Ο ξάδερφός της, πενήντα χρονών άνθρωπος, είχε απολυθεί απο τη δουλειά του και έψαχνε εδώ και τρεις μήνες αλλά ακόμα δεν είχε βρει κάτι. Όταν είχε μάθει τα μαντάτα αυτά, είχε στεναχωρηθεί, στιγμιαία, είχε πει ενα 'πωω, πω, τί πάθατε βρε παιδιά' και μετά απο λίγο ξαναγύρισε στα πιάτα που έπλενε, στα ρούχα που σιδέρωνε, κι αυτό ήταν. The End. Όταν όμως διάβασε την ιστορία της Τζέζαμπελ, συγκλονίστηκε. Έπαθε αυτό που της συνέβαινε κάθε φορά που διάβαζε ενα τέτοιο βιβλίο ή έβλεπε κάτι στην τηλεόραση: απασχολούσε το μυαλό της για μέρες, το συζητούσε με τις φίλες της, ήταν 'το θέμα του μήνα'.

Μετά τη συνειδητοποίηση αυτή, η Κούλα, προβληματισμένη, σηκώνεται απο τη σιδερένια άσπρη πολυθρόνα και αρχίζει να κόβει βόλτες στη βεράντα, μαδώντας ασυναίσθητα τα λουλούδια και θέτοντας στον εαυτό της τα εξής ερώτηματα:

Σύμφωνα με ποιά κριτήρια ταυτιζόμαστε με καταστάσεις που ακούμε, διαβάζουμε, βλέπουμε; Γιατί αυτή η τάυτιση φαίνεται να είναι ευκολότερη όταν δεν είναι στην πραγματική ζωή αλλά σε virtual reality: σε βιβλίο, στην τηλεόραση ή στο σινεμά; Είναι τόσο καθοριστικός ο ρόλος της απόστασής μας απο τα δρώμενα ή παίζει ρόλο και κάτι άλλο; Γιατί ώρες ώρες συμπεριφερόμαστε σα να ζούμε σε μικρές ατομικές γυάλες, όπου βλέπουμε τί γίνεται έξω, μιας όμως και δεν ακούμε καλά τι συμβαίνει (το γυαλί είναι καλή μόνωση για τον ήχο, το ήξερε η Κούλα διότι το είχει δει στον Εκατομυριούχο), μιας και ούτε το κρύο που κάνει έξω, ούτε η ζέστη περνάει στη μικρή μας γυάλα, αδιαφορούμε για τον έξω-απο-τη-γυάλα κόσμο;

Η Κούλα, αποκαρδιωμένη, σωριάζεται στην πολυθρόνα της. Η όλη κατάσταση της θυμίζει τον τίτλο ενός έργου που είχε ανεβάσει η Δανδουλάκη πριν χρόνια και την είχαν πάει οι φίλες της να το δει. Το έργο της είχε αρέσει πολύ, κι ας μην είχε καταλάβει καλά καλά τί γίνεται. Το όνομα του έργου όμως, καθώς το φέρνει τώρα στο μυαλό της, την κάνει να αισθάνεται περίεργα. Ο τίτλος ήταν: Γυάλινος κόσμος