Η Κούλα τελείωσε το άρλεκίν της και το άφησε νωχελικά στο τραπεζάκι της μικρής της βεράντας. Το φερ φορζέ τραπέζι έτριξε παραπονεμένο καθώς ήδη σήκωνε άλλα τρία παρόμοια βιβλία τα οποία η κυρία Κούλα είχε κατεβάσει μονοκοπανιά το εν λόγω απόγευμα. Καλοκαίρι βλέπεις, ζέστη, δε θα το ρίξει και στη βαριά φιλοσοφία: α, όλα κι όλα, η κυρία Κούλα ήξερε να κάνει πράξη την παροιμία "κάθε πράμα στον καιρό του κλπ κλπ".
Καθώς το βλέμμα της πέρασε διαδοχικά απο το μπαλκόνι των απέναντι, στο καθρεφτάκι της (σύμφωνα με το οποίο ένας καθαρισμός προσώπου έπρεπε να καταχωρηθεί στις άμεσες προτεραιότητές της) και κατέληξε στο βιβλίο που είχε μόλις αφήσει, χαμογέλασε. Σε μια έκλαμψη μνήμης της ήρθε στο νου μια σκηνή απο ενα σήριαλ που είχε δει πριν μερικά χρόνια, όπου ο Σάκης Μπουλάς - Σάββας ήθελε να δει στην τηλεόραση αντί για ποδόσφαιρο μια 'πάρα πολύ ωραία ταινία που μιλάει για μια μητέρα που είχε χάσει το παιδί της'. Τη σειρά αυτή της την είχαν προτείνει οι φίλες της, ήταν λέει πολύ καλή - εκείνη δεν είχε ιδέα απο αυτά τα καινούργια, 'έξυπνα' σήριαλ, αυτό που ήξερε, χρόνια τώρα, ήταν η Λάμψη, άντε και το Καλημέρα Ζωή, όταν ήθελε λίγο περισσότερο δράση.
'Ετσι σαν το Σάββα λοιπόν κι αυτή, είχε συγκινηθεί πολύ με το δράμα της ηρωίδας του βιβλίου που μόλις διάβασε. Η Τζέζαμπελ, έτσι την έλεγαν, ήταν μια ταλαιπωρημένη, χωρίς σταθερή δουλειά, ανύπαντρη μητέρα, που μεγαλώνει με κόπους και βάσανα το μοναχογιό της και παράλληλα ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τον πατέρα του παιδιού της. Τελικά τον βρίσκει αλλά αυτός έχει κάνει αλλαγή φύλου. Παρόλα αυτά, αυτός (αυτή, πλέον) δέχεται να γνωρίσει το γιό, προς μεγάλη ανακούφιση της Τζέζαμπελ. Πάνω όμως στη χαρά, τους έρχεται η χαριστική βολή: η Τζέσικα (έτσι έλεγαν πλέον τον Ντέιβιντ, τον άντρα της Τζέζαμπελ) πάσχει απο μια ανίατη ασθένεια. Σα να μην έφτανε αυτό, ο Σαμ, ο γιος του ζευγαριού, ερωτεύεται τη Τζέσικα, για την οποία δε γνωρίζει οτι είναι ο πατέρας του, μιας και η μητέρα του του το είχε αποκρύψει και τον (την) είχε παρουσιάσει ως φίλη της. Το τέλος του βιβλίου φτάνει λυτρωτικό για όλους τους ήρωες καθώς η Τζέζαμπελ σε μια κρίση σχιζοφρένειας αρπάζει τη κυνηγετική καραμπίνα του πρών-Ντέιβιντ και τους στέλνει όλους στα θυμαράκια.
Σε μια ακόμα στιγμή έκλαμψης, (δεύτερη για το συγκεκριμένο απόγευμα, να θυμηθεί να ρωτήσει τον ψυχίατρό της άμα είναι φυσιολογικό αυτό) η Κούλα συνειδητοποιεί κάτι: παρόμοιες καταστάσεις με την Τζέζαμπελ έβλεπε και στην πραγματικότητα, δίπλα της. Να, για παράδειγμα, η κουνιάδα της είχε μόλις εγχειριστεί απο καρκίνο. Ο ξάδερφός της, πενήντα χρονών άνθρωπος, είχε απολυθεί απο τη δουλειά του και έψαχνε εδώ και τρεις μήνες αλλά ακόμα δεν είχε βρει κάτι. Όταν είχε μάθει τα μαντάτα αυτά, είχε στεναχωρηθεί, στιγμιαία, είχε πει ενα 'πωω, πω, τί πάθατε βρε παιδιά' και μετά απο λίγο ξαναγύρισε στα πιάτα που έπλενε, στα ρούχα που σιδέρωνε, κι αυτό ήταν. The End. Όταν όμως διάβασε την ιστορία της Τζέζαμπελ, συγκλονίστηκε. Έπαθε αυτό που της συνέβαινε κάθε φορά που διάβαζε ενα τέτοιο βιβλίο ή έβλεπε κάτι στην τηλεόραση: απασχολούσε το μυαλό της για μέρες, το συζητούσε με τις φίλες της, ήταν 'το θέμα του μήνα'.
Μετά τη συνειδητοποίηση αυτή, η Κούλα, προβληματισμένη, σηκώνεται απο τη σιδερένια άσπρη πολυθρόνα και αρχίζει να κόβει βόλτες στη βεράντα, μαδώντας ασυναίσθητα τα λουλούδια και θέτοντας στον εαυτό της τα εξής ερώτηματα:
Σύμφωνα με ποιά κριτήρια ταυτιζόμαστε με καταστάσεις που ακούμε, διαβάζουμε, βλέπουμε; Γιατί αυτή η τάυτιση φαίνεται να είναι ευκολότερη όταν δεν είναι στην πραγματική ζωή αλλά σε virtual reality: σε βιβλίο, στην τηλεόραση ή στο σινεμά; Είναι τόσο καθοριστικός ο ρόλος της απόστασής μας απο τα δρώμενα ή παίζει ρόλο και κάτι άλλο; Γιατί ώρες ώρες συμπεριφερόμαστε σα να ζούμε σε μικρές ατομικές γυάλες, όπου βλέπουμε τί γίνεται έξω, μιας όμως και δεν ακούμε καλά τι συμβαίνει (το γυαλί είναι καλή μόνωση για τον ήχο, το ήξερε η Κούλα διότι το είχει δει στον Εκατομυριούχο), μιας και ούτε το κρύο που κάνει έξω, ούτε η ζέστη περνάει στη μικρή μας γυάλα, αδιαφορούμε για τον έξω-απο-τη-γυάλα κόσμο;
Η Κούλα, αποκαρδιωμένη, σωριάζεται στην πολυθρόνα της. Η όλη κατάσταση της θυμίζει τον τίτλο ενός έργου που είχε ανεβάσει η Δανδουλάκη πριν χρόνια και την είχαν πάει οι φίλες της να το δει. Το έργο της είχε αρέσει πολύ, κι ας μην είχε καταλάβει καλά καλά τί γίνεται. Το όνομα του έργου όμως, καθώς το φέρνει τώρα στο μυαλό της, την κάνει να αισθάνεται περίεργα. Ο τίτλος ήταν: Γυάλινος κόσμος
Καθώς το βλέμμα της πέρασε διαδοχικά απο το μπαλκόνι των απέναντι, στο καθρεφτάκι της (σύμφωνα με το οποίο ένας καθαρισμός προσώπου έπρεπε να καταχωρηθεί στις άμεσες προτεραιότητές της) και κατέληξε στο βιβλίο που είχε μόλις αφήσει, χαμογέλασε. Σε μια έκλαμψη μνήμης της ήρθε στο νου μια σκηνή απο ενα σήριαλ που είχε δει πριν μερικά χρόνια, όπου ο Σάκης Μπουλάς - Σάββας ήθελε να δει στην τηλεόραση αντί για ποδόσφαιρο μια 'πάρα πολύ ωραία ταινία που μιλάει για μια μητέρα που είχε χάσει το παιδί της'. Τη σειρά αυτή της την είχαν προτείνει οι φίλες της, ήταν λέει πολύ καλή - εκείνη δεν είχε ιδέα απο αυτά τα καινούργια, 'έξυπνα' σήριαλ, αυτό που ήξερε, χρόνια τώρα, ήταν η Λάμψη, άντε και το Καλημέρα Ζωή, όταν ήθελε λίγο περισσότερο δράση.
'Ετσι σαν το Σάββα λοιπόν κι αυτή, είχε συγκινηθεί πολύ με το δράμα της ηρωίδας του βιβλίου που μόλις διάβασε. Η Τζέζαμπελ, έτσι την έλεγαν, ήταν μια ταλαιπωρημένη, χωρίς σταθερή δουλειά, ανύπαντρη μητέρα, που μεγαλώνει με κόπους και βάσανα το μοναχογιό της και παράλληλα ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τον πατέρα του παιδιού της. Τελικά τον βρίσκει αλλά αυτός έχει κάνει αλλαγή φύλου. Παρόλα αυτά, αυτός (αυτή, πλέον) δέχεται να γνωρίσει το γιό, προς μεγάλη ανακούφιση της Τζέζαμπελ. Πάνω όμως στη χαρά, τους έρχεται η χαριστική βολή: η Τζέσικα (έτσι έλεγαν πλέον τον Ντέιβιντ, τον άντρα της Τζέζαμπελ) πάσχει απο μια ανίατη ασθένεια. Σα να μην έφτανε αυτό, ο Σαμ, ο γιος του ζευγαριού, ερωτεύεται τη Τζέσικα, για την οποία δε γνωρίζει οτι είναι ο πατέρας του, μιας και η μητέρα του του το είχε αποκρύψει και τον (την) είχε παρουσιάσει ως φίλη της. Το τέλος του βιβλίου φτάνει λυτρωτικό για όλους τους ήρωες καθώς η Τζέζαμπελ σε μια κρίση σχιζοφρένειας αρπάζει τη κυνηγετική καραμπίνα του πρών-Ντέιβιντ και τους στέλνει όλους στα θυμαράκια.
Σε μια ακόμα στιγμή έκλαμψης, (δεύτερη για το συγκεκριμένο απόγευμα, να θυμηθεί να ρωτήσει τον ψυχίατρό της άμα είναι φυσιολογικό αυτό) η Κούλα συνειδητοποιεί κάτι: παρόμοιες καταστάσεις με την Τζέζαμπελ έβλεπε και στην πραγματικότητα, δίπλα της. Να, για παράδειγμα, η κουνιάδα της είχε μόλις εγχειριστεί απο καρκίνο. Ο ξάδερφός της, πενήντα χρονών άνθρωπος, είχε απολυθεί απο τη δουλειά του και έψαχνε εδώ και τρεις μήνες αλλά ακόμα δεν είχε βρει κάτι. Όταν είχε μάθει τα μαντάτα αυτά, είχε στεναχωρηθεί, στιγμιαία, είχε πει ενα 'πωω, πω, τί πάθατε βρε παιδιά' και μετά απο λίγο ξαναγύρισε στα πιάτα που έπλενε, στα ρούχα που σιδέρωνε, κι αυτό ήταν. The End. Όταν όμως διάβασε την ιστορία της Τζέζαμπελ, συγκλονίστηκε. Έπαθε αυτό που της συνέβαινε κάθε φορά που διάβαζε ενα τέτοιο βιβλίο ή έβλεπε κάτι στην τηλεόραση: απασχολούσε το μυαλό της για μέρες, το συζητούσε με τις φίλες της, ήταν 'το θέμα του μήνα'.
Μετά τη συνειδητοποίηση αυτή, η Κούλα, προβληματισμένη, σηκώνεται απο τη σιδερένια άσπρη πολυθρόνα και αρχίζει να κόβει βόλτες στη βεράντα, μαδώντας ασυναίσθητα τα λουλούδια και θέτοντας στον εαυτό της τα εξής ερώτηματα:
Σύμφωνα με ποιά κριτήρια ταυτιζόμαστε με καταστάσεις που ακούμε, διαβάζουμε, βλέπουμε; Γιατί αυτή η τάυτιση φαίνεται να είναι ευκολότερη όταν δεν είναι στην πραγματική ζωή αλλά σε virtual reality: σε βιβλίο, στην τηλεόραση ή στο σινεμά; Είναι τόσο καθοριστικός ο ρόλος της απόστασής μας απο τα δρώμενα ή παίζει ρόλο και κάτι άλλο; Γιατί ώρες ώρες συμπεριφερόμαστε σα να ζούμε σε μικρές ατομικές γυάλες, όπου βλέπουμε τί γίνεται έξω, μιας όμως και δεν ακούμε καλά τι συμβαίνει (το γυαλί είναι καλή μόνωση για τον ήχο, το ήξερε η Κούλα διότι το είχει δει στον Εκατομυριούχο), μιας και ούτε το κρύο που κάνει έξω, ούτε η ζέστη περνάει στη μικρή μας γυάλα, αδιαφορούμε για τον έξω-απο-τη-γυάλα κόσμο;
Η Κούλα, αποκαρδιωμένη, σωριάζεται στην πολυθρόνα της. Η όλη κατάσταση της θυμίζει τον τίτλο ενός έργου που είχε ανεβάσει η Δανδουλάκη πριν χρόνια και την είχαν πάει οι φίλες της να το δει. Το έργο της είχε αρέσει πολύ, κι ας μην είχε καταλάβει καλά καλά τί γίνεται. Το όνομα του έργου όμως, καθώς το φέρνει τώρα στο μυαλό της, την κάνει να αισθάνεται περίεργα. Ο τίτλος ήταν: Γυάλινος κόσμος
12 σχόλια:
Δηλαδη ωρε για να μας θεσεις το εκπληκτικο ερώτημα στο τελος, επρεπε να μπλεξουμε τα μπουτια μας με την Τσέζαμπελ;!!! ΑΚου όνομα που βρηκε η αθεόφοβη. Εγω ενα εχω να σου πωμ, επειδη ως γνωστον, είμαι πολυ στην κοσμαρα μου και η μονη επαφη με την περιρέουσα πραγματικοτητα ειναι οι εφημεριδες το ραδιοφωνο και οι 4 ανθρωποι που με ανεχονται: παντα ,μα παντα, η "πραγματικότητα" που απεικονιζει η Τεχνη, υπολείπεται σε ασχήμια, και φρικη την αληθινή, καρατσεκαρισμένο απο εμένα!!! Στο υπογραφω αυτο. Γιατί; Γιατι απλούστατα μικρή μου, οσο και να λεμε πως αναπαριστουμε την πραγματικοτητα μεσω της Τεχνης, κανουμε την μεγστη ζαβολια και την ξαναφτιαχνουμε οπως γουσταρουμε εμεις, γιατι η αληθινή δεν μας αρεσει καθόλου, δεν μας καλύπτει.Ειρωνέυεται τις προθεσεις μας. Το κλεινω γιατι μου φαινεται είμαι εκτος θεματος. Χαιρεσθε μικρη μου υποχθόνια, αντε πως το΄παθες βρε κι ανεβασες ποστ; Που-του-σου!!!
Πόσο πολύ βολεύει μερικές φορές να μην ξέρουμε τι γίνεται έξω από τη γυάλα! Η ταύτιση με κάποια άτομα ή τρόπο ζωής ο οποίος παρουσιάζεται στην τηλεόραση είναι μία λύση ώστε να πείσουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας ότι είμαστε κάτι (;).
Θυμάσε την εποχή που παιζόταν το Beverly Hills? Όλες, μου είχαν γίνει Κέλλυ και καλύτερα να μη θυμηθώ πόσες από το σχολείο μου πήγαν και σπούδασαν ψυχολογία (στο Deree φυσικά) γιατί η Κέλλυ σπούδαζε ψυχολογία.
Βέβαια το φαινόμενο το βλέπω όλο και λιγότερο τώρα πια. Ίσως επειδή δεν συχνάζω σε "in" μέρη. Γνωρίζω όλο και πιο αυθεντικούς ανθρώπους οι οποίοι με εντυπωσιάζουν και τους βάζω αμέσως στη white list.
Καλή σου ημέρα και καλά να περνάς :)
Ρε proserpina να με συγχωρείς κιόλας αλλά η χρήση του ονόματος "Κούλα" μου δημιουργεί τάσεις αχαλίνωτου γέλιου. Το έχω συνδυάσει με μια εξωφρενικά αστεία στιγμή και όποτε το ακούω/διαβάζω πάει το μυαλό μου εκεί. Μιλάμε για καρα- lol κατάσταση.
Πάντως όλοι μας λίγο πολύ ζούμε στη δική μας γυάλα. Κάθε ιδιότητα την οποία φέρουμε και κάθε κοινότητα στην οποία ανήκουμε (π.χ. υποψήφιοι διδάκτορες, ιστολόγοι) έχει το δικό της μικρόκοσμο κι εμείς χοροπηδάμε ανάμεσα στις ιδιότητες και κοινότητες αλλάζοντας αντίστοιχα mindsets και μπαίνοντας από τη μία γυάλα στην άλλη.
Φαντάσου αν δεν είχες χρησιμοποιήσει το όνομα αυτό, τι παραπάνω θα έγραφα rofl
επειδή ακριβώς δουλεύω στα Media, είναι πολύ δύσκολο να ταυτιστώ με καταστάσεις που ακούμε, διαβάζουμε, βλέπουμε...
τα φιλιά μου, ρε!
εεετσι ιστοριούλες (αι λαικ ιτ)
Το ονομα Κουλα δεν με ξενίζει καθολου είμαι παιδι των σεβεντις
@auburn kate: ωχ ανοίγεις μεγάλο θέμα τώρα, τέχνη vs ζωής, και ποιός αντιγράφει ποιόν και με ποιο τρόπο...θα έχω να σκέφτομαι για αρκετό καιρό
@ggk: πωω, τί μου θύμισες τώρα, Μπέβερλι Χιλς πωω 90210, έτσι δεν το έλεγαν; αχαααχχαχχ Εγώ που ταυτιζόμουν με την Μπρέντα μήπως να το κοιτάξω; χοοοχοοχχ Καλά, αυτό με το Deeree και την ψυχολογία της Κέλλυ, τί να πω...
@exitmusician: Κούλα Κούλα Κούλα Κούλα! roooooooofl Και εμένα κάτι παρόμοιο μου θυμίζει αυτό το όνομα ;) Κάτω τα χέρια απο την Κούλα μου όμως, ε! Την αγαπάω πολύ! Σκεφτόμουν να κάνω σειρά απο ποστ με την Κούλα, αλλά δεν ξέρω αν θα μου βγει, on va voir. Μου άρεσε αυτό με τα 'χοροπηδηχτά' απο τη μια γυάλα στην άλλη. Όλα χρειάζονται νομίζω: και οι ατομικές γυάλες, και το ενυδρείο. (τί λέω πάλι σήμερα ο ηλεκτρολόγος)
@σπύρο σεραφείμ: μμμ, όντως, ως insider εσύ τα βλέπεις απο την άλλη μεριά...καλώς σε ξαναβρήκα!
@[germanos]: craaazy crazy boy (x2) looooooool
Ρε κοπελιά, όποτε μπαίνω στο blog σου βλέπω βαριά φιλοσοφικά ερωτήματα.
Τι να πω για την Κούλα και τη γυάλα? Δύσκολη η ερώτησή σου και δεν χωράει μια γενική απάντηση, εκτός από τις κοινότυπες, ότι η ζωή μας παραείναι μίζερη και βαρετή και τα virtual, όπως τα λες, δράματα είναι κομμένα και ραμμένα έτσι ώστε να σου κινούν το ενδιαφέρον. Περιγραφές, "συναισθήματα", σκηνές με "σασπένς" και τα σχετικά. Γιατί να συγκλονιστούμε με τη μιζέρια γύρω μας, ειδικά αφού αποτελούμε κι εμείς μέρος?
Είναι κι ένας από τους -πάρα πολλούς- λόγους που σιχαίνομαι οτιδήποτε είδους βιβλίο-ταινία-άρθρο κλπ αυτού του είδους. Είναι πολύ φτηνό να προσπαθείς να συγκινήσεις για να κρύψεις ότι δεν έχεις κάτι να πεις. Ή, για να έρθω στα δικά σου λόγια, είναι πολύ φτηνό να βάζεις πολύχρωμες εικόνες γύρω από τη γυάλα του άλλου, κόβοντάς του έτσι κάθε πιθανότητα να μπορέσει να δει τι υπάρχει απ' έξω.
Anyway. Πολύ σε πάω με τα φιλοσοφημένα post σου
ωραία ιστορία!!!
Είπα να πω ένα γεια σου!!!
Αν ταυτιζόμασταν με το δράμα του γείτονα θα είμασταν όλοι για τα σίδερα.
Είναι πολύ πιο εύκολο να ταυτιστείς με τη Βίρνα Δράκου, γιατί αν πολυζορίσει το θέμα πετάς κι ένα "εντάξει!στα ψέματα το κάνουν!!".
Σε φιλώ γλυκά!!
@yoryia: αχ τί να κάνομεν σενιορίτα, μας πετυχαίνετε σε περίεργες φάσεις, χεχεχε. Χμμ, αυτό με τις πολύχρωμες εικόνες έξω απο τη γυάλα μου θυμίζει την ταινία Truman Show...Μερσι για το κοπλιμέντο (αν κ πιο πολύ σε αμπελοφιλοσοφία μου πάει το θέμα, παρα σε φιλοσοφία σκέτη, χοχο)
@yoreekas: ευχαριστώ :):)
@blogaki: καλώς ορίσες (ξανά)! Καλά, έχω χάσει τόσο πολύ τη μπάλα με τα μπλογκς, έχω τόσο καιρό να διαβάσω ή να αφήσω σχόλια γενικώς, που όταν είδα το ποστ σου πήρα χαμπάρι οτι έχεις επιστρέψει στη μπλογκόσφαιρα. Σχετικά με τη Βίρνα Δράκου, συμφωνώ απόλυτα, αυτό ακριβώς είναι το θέμα...
Διακοπές δε θα πας, Κούλα μου;
Να μαι κι εγώ μετά από καιρό...
Και που λες proserpina οπως την κόβω εγώ ο αδαής και σύμφωνα με παρατηρήσεις σε συμπεριφορές ανθρώπων σε δύσκολες καταστάσεις, η κυρα-Κούλα έχει απλούστατα την άμυνα που έχει πολύς κόσμος. Αποστασιοποίηση στο αληθινό για να φαίνεται ψεύτικο και μακρινό. Δεν είναι απαραίτητα κακό καθώς πολύ δεν αντέχουν από τη φύση τους τα πολλά δυσάρεστα της ζωής.
Τα σέβη μου :)
Δημοσίευση σχολίου